κάρδιο

κάρδιο
(Cardium). Γένος ελασματοβραγχίων μαλακίων. Περιλαμβάνει μαλάκια που έχουν σχήμα καρδιάς, με δύο ίσες και εξογκωμένες θυρίδες. Οι θυρίδες αυτές εξωτερικά εμφανίζουν βαθιές αυλακώσεις σαν ακτίνες, που ξεκινούν από τον ελαστικό σύνδεσμο και καταλήγουν –σχηματίζοντας δόντια– στο εξωτερικό τους πριονωτό χείλος. Τα μαλάκια αυτά είναι σιφωνωτά και οι δύο σίφωνές τους είναι μικροί και χωριστοί. Εξαιτίας του πάχους και της μορφής που έχει το όστρακό τους, δεν μπορούν να σκάβουν βαθιά και γι’ αυτό ζουν κυρίως στα ρηχά νερά, μέσα στην άμμο και στη λάσπη, κατά μεγάλες ομάδες. Τα κ. απαντούν σε πολλά είδη στις ακτές της Μάγχης, του Ατλαντικού και της Μεσογείου. Τα κυριότερα από αυτά είναι το κ. το εδώδιμο, η μεθύστρα, γνωστή και με την επιστημονική ονομασία κ. τοφυματώδες, και το δινοκάρδιο το εύρωστο. Και τα τρία είδη αποτελούν εκλεκτή τροφή για τον άνθρωπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσοκάρδιον — μεσοκάρδιον, τὸ (Μ) το μέσο ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κάρδιο (< καρδία), πρβλ. μυο κάρδιο, προ κάρδιο] …   Dictionary of Greek

  • εσωκάρδιο — και σωκάρδι, το 1. γιλέκο 2. εσωτερικό στηθαίο ένδυμα τών γυναικών, καμιζόλα, μπούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κάρδιο < καρδιά (πρβλ. μυο κάρδιο)] …   Dictionary of Greek

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • θηριόδηκτος — θηριόδηκτος, ον (Α) αυτός που έχει δεχθεί δόγκωμα άγριου ζώου, ιδίως φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό δηκτος, κυνό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • καρδιαγγειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά και στα αιμοφόρα αγγεία (α. «καρδιαγγειακό σύστημα» β. «καρδιαγγειακές παθήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. cardiovascular <… …   Dictionary of Greek

  • καρδιογράφημα — το ιατρ. γραφική παράσταση τής καρδιακής λειτουργίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiogram < cardio (πρβλ. κάρδιο ) + gram (πρβλ. γράμμα) που αποδίδεται ως γράφημα (< γραφώ < γράφος < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • καρδιογράφος — ο ιατρ. όργανο με το οποίο παριστάνεται γραφικώς η λειτουργία τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiograph < cardio (πρβλ. καρδιο ) + graph (πρβλ. γράφος < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • καρδιοπονόβρασμα — καρδιοπονόβρασμα, τὸ (Μ) μεγάλη ψυχική αναστάτωση, στενοχώρια, θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδιό πονος + βρασμα (< βράζω), πρβλ. από βρασμα, νερό βρασμα] …   Dictionary of Greek

  • καρδιοπονόθλιβος — καρδιοπονόθλιβος, ὁ (Μ) αυτός που επιφέρει μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδιό πονος + θλιβος (< θλίβω), πρβλ. ά θλιβος] …   Dictionary of Greek

  • καρδιοτονωτικός — ή, ό (για φάρμ.) 1. αυτός που αυξάνει την απόδοση τής καρδιακής λειτουργίας 2. το ουδ. ως ουσ. το καρδιοτονωτικό φάρμακο που αυξάνει την καρδιακή λειτουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiotonic < cardio (πρβλ. καρδιο[ο] *) + tonic… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”