μεσοκάρδιον — μεσοκάρδιον, τὸ (Μ) το μέσο ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κάρδιο (< καρδία), πρβλ. μυο κάρδιο, προ κάρδιο] … Dictionary of Greek
εσωκάρδιο — και σωκάρδι, το 1. γιλέκο 2. εσωτερικό στηθαίο ένδυμα τών γυναικών, καμιζόλα, μπούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κάρδιο < καρδιά (πρβλ. μυο κάρδιο)] … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
θηριόδηκτος — θηριόδηκτος, ον (Α) αυτός που έχει δεχθεί δόγκωμα άγριου ζώου, ιδίως φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό δηκτος, κυνό δηκτος] … Dictionary of Greek
καρδιαγγειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά και στα αιμοφόρα αγγεία (α. «καρδιαγγειακό σύστημα» β. «καρδιαγγειακές παθήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. cardiovascular <… … Dictionary of Greek
καρδιογράφημα — το ιατρ. γραφική παράσταση τής καρδιακής λειτουργίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiogram < cardio (πρβλ. κάρδιο ) + gram (πρβλ. γράμμα) που αποδίδεται ως γράφημα (< γραφώ < γράφος < γράφω)] … Dictionary of Greek
καρδιογράφος — ο ιατρ. όργανο με το οποίο παριστάνεται γραφικώς η λειτουργία τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiograph < cardio (πρβλ. καρδιο ) + graph (πρβλ. γράφος < γράφω)] … Dictionary of Greek
καρδιοπονόβρασμα — καρδιοπονόβρασμα, τὸ (Μ) μεγάλη ψυχική αναστάτωση, στενοχώρια, θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδιό πονος + βρασμα (< βράζω), πρβλ. από βρασμα, νερό βρασμα] … Dictionary of Greek
καρδιοπονόθλιβος — καρδιοπονόθλιβος, ὁ (Μ) αυτός που επιφέρει μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδιό πονος + θλιβος (< θλίβω), πρβλ. ά θλιβος] … Dictionary of Greek
καρδιοτονωτικός — ή, ό (για φάρμ.) 1. αυτός που αυξάνει την απόδοση τής καρδιακής λειτουργίας 2. το ουδ. ως ουσ. το καρδιοτονωτικό φάρμακο που αυξάνει την καρδιακή λειτουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiotonic < cardio (πρβλ. καρδιο[ο] *) + tonic… … Dictionary of Greek